Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐξαῦτις
ἐξαφαιρέω
ἐξαφύω
ἐξάψας
ἐξεγένοντο
ἐξέθορε
ἐξείδω
ἑξείης
ἐξείλετο
ἔξειμι
ἐξείνισσα
ἐξεῖπον
ἐξείρομαι
ἐξείρυσε
ἐξείρω
ἔξεισθα
ἐξεκέχυντο
ἐξέκλεψε
ἐξεκυλίσθη
ἐξελάαν
ἐξελάθοντο
View word page
ἐξείνισσα
aor. ξεινίζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐξείνισσα
Headword (normalized):
ἐξείνισσα
Headword (normalized/stripped):
εξεινισσα
IDX:
3341
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3342
Key:
Data
{'content': '<p>aor. ξεινίζω.</p>'}