Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀκέομαι
ἀκερσεκόμης
ἄκεσμα
ἀκεστός
ἀκέων
ἀκήδεστος
ἀκηδέστως
ἀκηδέω
ἀκηδής
ἀκήλητος
ἀκήν
ἀκηράσιος
ἀκήρατος
ἀκήριος
ἀκήριος
ἀκηχέδαται
ἀκηχεμένη
ἀκιδνός
ἄκικυς
ἀκίχητος
ἄκλαυτος
View word page
ἀκήν

[adv. fr. acc. of *ἀκή, silence.]

ShortDef

softly, silently

Debugging

Headword:
ἀκήν
Headword (normalized):
ἀκήν
Headword (normalized/stripped):
ακην
IDX:
332
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.333
Key:

Data

{'content': '<p>[adv. fr. acc. of *ἀκή, silence.]</p>'}