Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀκάχοντο
ἀκέομαι
ἀκερσεκόμης
ἄκεσμα
ἀκεστός
ἀκέων
ἀκήδεστος
ἀκηδέστως
ἀκηδέω
ἀκηδής
ἀκήλητος
ἀκήν
ἀκηράσιος
ἀκήρατος
ἀκήριος
ἀκήριος
ἀκηχέδαται
ἀκηχεμένη
ἀκιδνός
ἄκικυς
ἀκίχητος
View word page
ἀκήλητος

[ἀ-1 + κηλέω, to bewitch. Cf. κηληθμός.]

ShortDef

to be won by no charms, proof against enchantment, inexorable

Debugging

Headword:
ἀκήλητος
Headword (normalized):
ἀκήλητος
Headword (normalized/stripped):
ακηλητος
IDX:
331
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.332
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀ-1 + κηλέω, to bewitch. Cf. κηληθμός.]</p>'}