Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀκαχέω
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκάχοντο
ἀκέομαι
ἀκερσεκόμης
ἄκεσμα
ἀκεστός
ἀκέων
ἀκήδεστος
ἀκηδέστως
ἀκηδέω
ἀκηδής
ἀκήλητος
ἀκήν
ἀκηράσιος
ἀκήρατος
ἀκήριος
ἀκήριος
ἀκηχέδαται
ἀκηχεμένη
View word page
ἀκηδέστως

[adv. fr. ἀκήδεστος.]

Ruthlessly Il. 22.465, Il. 24.417.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκηδέστως
Headword (normalized):
ἀκηδέστως
Headword (normalized/stripped):
ακηδεστως
IDX:
328
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.329
Key:

Data

{'content': '<p>[adv. fr. ἀκήδεστος.]</p> <p>Ruthlessly Il. 22.465, Il. 24.417.</p>'}