Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐννήκοντα
ἐννῆμαρ
Ἐννοσίγαιος
ἕννυμι
ἐννύχιος
ἔννυχος
ἐνοπή
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνόρσας
ἔνορχος
Ἐνοσίχθων
ἐνστάζω
ἐνστηρίζω
ἐνστρέφω
ἐντανύω
ἐνταῦθα
ἐντανθοῖ
ἔντεα
ἐντείνω
ἔντερον
View word page
ἔνορχος

[ἐν- 1 + ὄρχις, testicle.]

Not castrated, entire: μῆλα Il. 23.147.

ShortDef

uncastrated, entire

Debugging

Headword:
ἔνορχος
Headword (normalized):
ἔνορχος
Headword (normalized/stripped):
ενορχος
IDX:
3262
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3263
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐν- 1 + ὄρχις, testicle.]</p> <p>Not castrated, entire: μῆλα Il. 23.147.</p>'}