Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκανθα
ἀκαχέω
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκάχοντο
ἀκέομαι
ἀκερσεκόμης
ἄκεσμα
ἀκεστός
ἀκέων
ἀκήδεστος
ἀκηδέστως
ἀκηδέω
ἀκηδής
ἀκήλητος
ἀκήν
ἀκηράσιος
ἀκήρατος
ἀκήριος
View word page
ἀκεστός
-ή
[ἀκεσ-, ἀκέομαι.]
ShortDef
curable
Debugging
Headword:
ἀκεστός
Headword (normalized):
ἀκεστός
Headword (normalized/stripped):
ακεστος
IDX:
325
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.326
Key:
Data
{'content': '<p>-ή</p> <p>[ἀκεσ-, ἀκέομαι.]</p>'}