Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐννεόργυιος
ἐνέπω
ἐννεσίη
ἐννέωρος
ἐννήκοντα
ἐννῆμαρ
Ἐννοσίγαιος
ἕννυμι
ἐννύχιος
ἔννυχος
ἐνοπή
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνόρσας
ἔνορχος
Ἐνοσίχθων
ἐνστάζω
ἐνστηρίζω
ἐνστρέφω
ἐντανύω
ἐνταῦθα
View word page
ἐνοπή
-ῆς, ἡ
[ἐνέπω.]
ShortDef
crying, shouting
Debugging
Headword:
ἐνοπή
Headword (normalized):
ἐνοπή
Headword (normalized/stripped):
ενοπη
IDX:
3258
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3259
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[ἐνέπω.]</p>'}