Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔννεον
ἐννεόργυιος
ἐνέπω
ἐννεσίη
ἐννέωρος
ἐννήκοντα
ἐννῆμαρ
Ἐννοσίγαιος
ἕννυμι
ἐννύχιος
ἔννυχος
ἐνοπή
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνόρσας
ἔνορχος
Ἐνοσίχθων
ἐνστάζω
ἐνστηρίζω
ἐνστρέφω
ἐντανύω
View word page
ἔννυχος

-ον

[as ἐννύχιος.]

= ἐννύχιος. Il. 11.716.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔννυχος
Headword (normalized):
ἔννυχος
Headword (normalized/stripped):
εννυχος
IDX:
3257
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3258
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[as ἐννύχιος.]</p> <p>= ἐννύχιος. Il. 11.716.</p>'}