Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐννεακαίδεκα
ἐννεάπηχυς
ἐννεάχιλοι
ἔννεον
ἐννεόργυιος
ἐνέπω
ἐννεσίη
ἐννέωρος
ἐννήκοντα
ἐννῆμαρ
Ἐννοσίγαιος
ἕννυμι
ἐννύχιος
ἔννυχος
ἐνοπή
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνόρσας
ἔνορχος
Ἐνοσίχθων
ἐνστάζω
View word page
Ἐννοσίγαιος

(ἐνϝοσίγαιος)

[ἐνϝοσι- (ἐν- 1 or (3) + ϝοθ-, + ὠθέω + γαῖα. Cf. εἰνοσίφυλλος, ἐνοσίχθων.]

ShortDef

the Earth-shaker

Debugging

Headword:
Ἐννοσίγαιος
Headword (normalized):
ἐννοσίγαιος
Headword (normalized/stripped):
εννοσιγαιος
IDX:
3254
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3255
Key:

Data

{'content': '<p>(ἐνϝοσίγαιος)</p> <p>[ἐνϝοσι- (ἐν- 1 or (3) + ϝοθ-, + ὠθέω + γαῖα. Cf. εἰνοσίφυλλος, ἐνοσίχθων.]</p>'}