Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀΐω
αἰών
ἀκάκητᾶ
ἀκαλαρρείτης
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκανθα
ἀκαχέω
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκάχοντο
ἀκέομαι
ἀκερσεκόμης
ἄκεσμα
ἀκεστός
ἀκέων
ἀκήδεστος
ἀκηδέστως
ἀκηδέω
ἀκηδής
ἀκήλητος
View word page
ἀκάχοντο

3 pl. aor. mid. ἀχέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκάχοντο
Headword (normalized):
ἀκάχοντο
Headword (normalized/stripped):
ακαχοντο
IDX:
321
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.322
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. mid. ἀχέω.</p>'}