Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀΐω
ἀΐω
αἰών
ἀκάκητᾶ
ἀκαλαρρείτης
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκανθα
ἀκαχέω
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκάχοντο
ἀκέομαι
ἀκερσεκόμης
ἄκεσμα
ἀκεστός
ἀκέων
ἀκήδεστος
ἀκηδέστως
ἀκηδέω
ἀκηδής
View word page
ἀκαχμένος
[a ppl. form fr. *ἀκή = ἀκωκή.]
ShortDef
sharpened
Debugging
Headword:
ἀκαχμένος
Headword (normalized):
ἀκαχμένος
Headword (normalized/stripped):
ακαχμενος
IDX:
320
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.321
Key:
Data
{'content': '<p>[a ppl. form fr. *ἀκή = ἀκωκή.]</p>'}