Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐνενήκοντα
ἐνένιπε
ἐνέπλησε
ἐνέπνευσε
ἐνέπρησε
ἐνέπω
ἐνερείδω
ἔνερθε
ἔνεροι
ἐνέρτερος
ἔνεσαν
ἐνέστακται
ἐνεστήρικτο
ἔνεστι
ἐνετή
ἐνεύδω
ἐνεύναιος
ἐνεχεύατο
ἐνηείη
ἐνῆεν
ἐνηής
View word page
ἔνεσαν
3 pl. impf. ἔνειμι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔνεσαν
Headword (normalized):
ἔνεσαν
Headword (normalized/stripped):
ενεσαν
IDX:
3195
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3196
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. impf. ἔνειμι.</p>'}