Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐνέκυρσε
ἐνενήκοντα
ἐνένιπε
ἐνέπλησε
ἐνέπνευσε
ἐνέπρησε
ἐνέπω
ἐνερείδω
ἔνερθε
ἔνεροι
ἐνέρτερος
ἔνεσαν
ἐνέστακται
ἐνεστήρικτο
ἔνεστι
ἐνετή
ἐνεύδω
ἐνεύναιος
ἐνεχεύατο
ἐνηείη
ἐνῆεν
View word page
ἐνέρτερος

[ἐνερ-, ἐν + comp. suff. -τερο-.

App. on the analogy of ὑπέρ-τερος.]

ShortDef

lower, of the world below

Debugging

Headword:
ἐνέρτερος
Headword (normalized):
ἐνέρτερος
Headword (normalized/stripped):
ενερτερος
IDX:
3194
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3195
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐνερ-, ἐν + comp. suff. -τερο-.</p> <p>App. on the analogy of ὑπέρ-τερος.]</p>'}