Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐνεῖσα
ἕνεκα
ἐνέκρυψε
ἐνέκυρσε
ἐνενήκοντα
ἐνένιπε
ἐνέπλησε
ἐνέπνευσε
ἐνέπρησε
ἐνέπω
ἐνερείδω
ἔνερθε
ἔνεροι
ἐνέρτερος
ἔνεσαν
ἐνέστακται
ἐνεστήρικτο
ἔνεστι
ἐνετή
ἐνεύδω
ἐνεύναιος
View word page
ἐνερείδω

[ἐν- 2.]

3 pl. aor. ἐνέρεισαν.

ShortDef

to thrust in, fix in

Debugging

Headword:
ἐνερείδω
Headword (normalized):
ἐνερείδω
Headword (normalized/stripped):
ενερειδω
IDX:
3191
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3192
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐν- 2.]</p> <p>3 pl. aor. ἐνέρεισαν.</p>'}