Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔνειμε
ἔνειμεν
ἔνειμι
ἐνεῖσα
ἕνεκα
ἐνέκρυψε
ἐνέκυρσε
ἐνενήκοντα
ἐνένιπε
ἐνέπλησε
ἐνέπνευσε
ἐνέπρησε
ἐνέπω
ἐνερείδω
ἔνερθε
ἔνεροι
ἐνέρτερος
ἔνεσαν
ἐνέστακται
ἐνεστήρικτο
ἔνεστι
View word page
ἐνέπνευσε
3 sing. aor. ἐμπνέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐνέπνευσε
Headword (normalized):
ἐνέπνευσε
Headword (normalized/stripped):
ενεπνευσε
IDX:
3188
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3189
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἐμπνέω.</p>'}