Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐνείκεσας
ἔνειμε
ἔνειμεν
ἔνειμι
ἐνεῖσα
ἕνεκα
ἐνέκρυψε
ἐνέκυρσε
ἐνενήκοντα
ἐνένιπε
ἐνέπλησε
ἐνέπνευσε
ἐνέπρησε
ἐνέπω
ἐνερείδω
ἔνερθε
ἔνεροι
ἐνέρτερος
ἔνεσαν
ἐνέστακται
ἐνεστήρικτο
View word page
ἐνέπλησε

3 sing. aor. ἐμπίπλημι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐνέπλησε
Headword (normalized):
ἐνέπλησε
Headword (normalized/stripped):
ενεπλησε
IDX:
3187
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3188
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἐμπίπλημι.</p>'}