Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐνδουπέω
ἐνδυκέως
ἐνδύνω
ἐνεγκέμεν
ἐνέηκε
ἐνέην
ἔνεικε
ἐνεικέμεν
ἐνείκεσας
ἔνειμε
ἔνειμεν
ἔνειμι
ἐνεῖσα
ἕνεκα
ἐνέκρυψε
ἐνέκυρσε
ἐνενήκοντα
ἐνένιπε
ἐνέπλησε
ἐνέπνευσε
ἐνέπρησε
View word page
ἔνειμεν
1 pl. ἔνειμι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔνειμεν
Headword (normalized):
ἔνειμεν
Headword (normalized/stripped):
ενειμεν
IDX:
3179
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3180
Key:
Data
{'content': '<p>1 pl. ἔνειμι.</p>'}