Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

αἰχμητής
αἶψα
αἰψηρός
ἀΐω
ἀΐω
αἰών
ἀκάκητᾶ
ἀκαλαρρείτης
ἀκάμας
ἀκάματος
ἄκανθα
ἀκαχέω
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκάχοντο
ἀκέομαι
ἀκερσεκόμης
ἄκεσμα
ἀκεστός
ἀκέων
ἀκήδεστος
View word page
ἄκανθα

-ης, ἡ.

ShortDef

a thorn, prickle

Debugging

Headword:
ἄκανθα
Headword (normalized):
ἄκανθα
Headword (normalized/stripped):
ακανθα
IDX:
317
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.318
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}