Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔνδον
ἐνδουπέω
ἐνδυκέως
ἐνδύνω
ἐνεγκέμεν
ἐνέηκε
ἐνέην
ἔνεικε
ἐνεικέμεν
ἐνείκεσας
ἔνειμε
ἔνειμεν
ἔνειμι
ἐνεῖσα
ἕνεκα
ἐνέκρυψε
ἐνέκυρσε
ἐνενήκοντα
ἐνένιπε
ἐνέπλησε
ἐνέπνευσε
View word page
ἔνειμε
3 sing. aor. νέμω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔνειμε
Headword (normalized):
ἔνειμε
Headword (normalized/stripped):
ενειμε
IDX:
3178
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3179
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. νέμω.</p>'}