Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔνδοθι
ἔνδον
ἐνδουπέω
ἐνδυκέως
ἐνδύνω
ἐνεγκέμεν
ἐνέηκε
ἐνέην
ἔνεικε
ἐνεικέμεν
ἐνείκεσας
ἔνειμε
ἔνειμεν
ἔνειμι
ἐνεῖσα
ἕνεκα
ἐνέκρυψε
ἐνέκυρσε
ἐνενήκοντα
ἐνένιπε
ἐνέπλησε
View word page
ἐνείκεσας

2 sing. aor. νεικέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐνείκεσας
Headword (normalized):
ἐνείκεσας
Headword (normalized/stripped):
ενεικεσας
IDX:
3177
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3178
Key:

Data

{'content': '<p>2 sing. aor. νεικέω.</p>'}