Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐναρίζω
ἐναρίθμιος
ἔνατος
ἔναυλος
ἐνδείκνυμι
ἕνδεκα
ἑνδεκάπηχυς
ἑνδέκατος
ἐνδέξιος
ἐνδέω
ἐνδίημι
ἔνδινα
ἔνδιος
ἔνδοθεν
ἔνδοθι
ἔνδον
ἐνδουπέω
ἐνδυκέως
ἐνδύνω
ἐνεγκέμεν
ἐνέηκε
View word page
ἐνδίημι

[ἐν- 6 + δίημι,

act. of δίεμαι.]

3 pl. impf. ἐνδίεσαν.

ShortDef

to chase, pursue

Debugging

Headword:
ἐνδίημι
Headword (normalized):
ἐνδίημι
Headword (normalized/stripped):
ενδιημι
IDX:
3163
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3164
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐν- 6 + δίημι,</p> <p>act. of δίεμαι.]</p> <p>3 pl. impf. ἐνδίεσαν.</p>'}