Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐναίσιμος
ἐναλίγκιος
ἐναμέλγω
ἔναντα
ἐναντίβιος
ἐναντίος
ἔναξε
ἔναρα
ἐναραρίσκω
ἐναργής
ἐναρηρός
ἐναρίζω
ἐναρίθμιος
ἔνατος
ἔναυλος
ἐνδείκνυμι
ἕνδεκα
ἑνδεκάπηχυς
ἑνδέκατος
ἐνδέξιος
ἐνδέω
View word page
ἐναρηρός

nom. sing. neut. pf. pple. ἐναραρίσκω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐναρηρός
Headword (normalized):
ἐναρηρός
Headword (normalized/stripped):
εναρηρος
IDX:
3152
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3153
Key:

Data

{'content': '<p>nom. sing. neut. pf. pple. ἐναραρίσκω.</p>'}