Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἕνα
ἐναίρω
ἐναίσιμος
ἐναλίγκιος
ἐναμέλγω
ἔναντα
ἐναντίβιος
ἐναντίος
ἔναξε
ἔναρα
ἐναραρίσκω
ἐναργής
ἐναρηρός
ἐναρίζω
ἐναρίθμιος
ἔνατος
ἔναυλος
ἐνδείκνυμι
ἕνδεκα
ἑνδεκάπηχυς
ἑνδέκατος
View word page
ἐναραρίσκω
[ἐν- 2.]
Nom. sing. neut. pf. pple. ἐναρηρός.
ShortDef
to fit
Debugging
Headword:
ἐναραρίσκω
Headword (normalized):
ἐναραρίσκω
Headword (normalized/stripped):
εναραρισκω
IDX:
3150
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3151
Key:
Data
{'content': '<p>[ἐν- 2.]</p> <p>Nom. sing. neut. pf. pple. ἐναρηρός.</p>'}