Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐν
ἕν
ἕνα
ἐναίρω
ἐναίσιμος
ἐναλίγκιος
ἐναμέλγω
ἔναντα
ἐναντίβιος
ἐναντίος
ἔναξε
ἔναρα
ἐναραρίσκω
ἐναργής
ἐναρηρός
ἐναρίζω
ἐναρίθμιος
ἔνατος
ἔναυλος
ἐνδείκνυμι
ἕνδεκα
View word page
ἔναξε

3 sing. aor. νάσσω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔναξε
Headword (normalized):
ἔναξε
Headword (normalized/stripped):
εναξε
IDX:
3148
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3149
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. νάσσω.</p>'}