Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐμπυριβήτης
ἐμφορέω
ἔμφυλος
ἐμφύω
ἐν
ἕν
ἕνα
ἐναίρω
ἐναίσιμος
ἐναλίγκιος
ἐναμέλγω
ἔναντα
ἐναντίβιος
ἐναντίος
ἔναξε
ἔναρα
ἐναραρίσκω
ἐναργής
ἐναρηρός
ἐναρίζω
ἐναρίθμιος
View word page
ἐναμέλγω
[ὲν- 2.]
To milk into.
With dat.: γαυλοί, τοῖς ἐνάμελγεν Od. 9.223.
ShortDef
to milk into
Debugging
Headword:
ἐναμέλγω
Headword (normalized):
ἐναμέλγω
Headword (normalized/stripped):
εναμελγω
IDX:
3144
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3145
Key:
Data
{'content': '<p>[ὲν- 2.]</p> <p>To milk into.</p> <p>With dat.: γαυλοί, τοῖς ἐνάμελγεν Od. 9.223.</p>'}