Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐμπλήγδην
ἔμπλην
ἐμπλήσας
ἔμπλητο
ἐμπνέω
ἐμπνύνθη
ἐμποιέω
ἐμπολάομαι
ἔμπορος
ἐμπρήθω
ἐμπυριβήτης
ἐμφορέω
ἔμφυλος
ἐμφύω
ἐν
ἕν
ἕνα
ἐναίρω
ἐναίσιμος
ἐναλίγκιος
ἐναμέλγω
View word page
ἐμπυριβήτης

[ἐμ-, ἐν- 3 + πυρί,

dat. of πῦρ + βη-, βαίνω.]

ShortDef

made for standing on the fire

Debugging

Headword:
ἐμπυριβήτης
Headword (normalized):
ἐμπυριβήτης
Headword (normalized/stripped):
εμπυριβητης
IDX:
3134
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3135
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐμ-, ἐν- 3 + πυρί,</p> <p>dat. of πῦρ + βη-, βαίνω.]</p>'}