Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐμπίπλημι
ἐμπίπτω
ἔμπλειος
ἐμπλήγδην
ἔμπλην
ἐμπλήσας
ἔμπλητο
ἐμπνέω
ἐμπνύνθη
ἐμποιέω
ἐμπολάομαι
ἔμπορος
ἐμπρήθω
ἐμπυριβήτης
ἐμφορέω
ἔμφυλος
ἐμφύω
ἐν
ἕν
ἕνα
ἐναίρω
View word page
ἐμπολάομαι

3 pl. impf. ἐμπολόωντο.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμπολάομαι
Headword (normalized):
ἐμπολάομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπολαομαι
IDX:
3131
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3132
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. impf. ἐμπολόωντο.</p>'}