Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔμπεδος
ἔμπεσε
ἐμπεφύασι
ἔμπας
ἐμπίπλημι
ἐμπίπτω
ἔμπλειος
ἐμπλήγδην
ἔμπλην
ἐμπλήσας
ἔμπλητο
ἐμπνέω
ἐμπνύνθη
ἐμποιέω
ἐμπολάομαι
ἔμπορος
ἐμπρήθω
ἐμπυριβήτης
ἐμφορέω
ἔμφυλος
ἐμφύω
View word page
ἔμπλητο
3 sing. aor. pass. ἐμπίπλημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔμπλητο
Headword (normalized):
ἔμπλητο
Headword (normalized/stripped):
εμπλητο
IDX:
3127
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3128
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. pass. ἐμπίπλημι.</p>'}