Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔμμορε
ἔμμορος
ἔμνησας
ἐμνώοντο
ἐμοί
ἐμός
ἐμπάζομαι
ἔμπαιος
ἐμπάσσω
ἔμπεδος
ἔμπεσε
ἐμπεφύασι
ἔμπας
ἐμπίπλημι
ἐμπίπτω
ἔμπλειος
ἐμπλήγδην
ἔμπλην
ἐμπλήσας
ἔμπλητο
ἐμπνέω
View word page
ἔμπεσε

3 sing. aor. ἐμπίπτω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμπεσε
Headword (normalized):
ἔμπεσε
Headword (normalized/stripped):
εμπεσε
IDX:
3118
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3119
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἐμπίπτω.</p>'}