Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐμμενής
ἔμμορε
ἔμμορος
ἔμνησας
ἐμνώοντο
ἐμοί
ἐμός
ἐμπάζομαι
ἔμπαιος
ἐμπάσσω
ἔμπεδος
ἔμπεσε
ἐμπεφύασι
ἔμπας
ἐμπίπλημι
ἐμπίπτω
ἔμπλειος
ἐμπλήγδην
ἔμπλην
ἐμπλήσας
ἔμπλητο
View word page
ἔμπεδος

-ον

[ἐμ-, ἐν- 3 + πεδ-, ποδ-, πούς. Firm on the feet. Cf. ἠπεδανός.]

ShortDef

in the ground, firm-set, steadfast
fettered

Debugging

Headword:
ἔμπεδος
Headword (normalized):
ἔμπεδος
Headword (normalized/stripped):
εμπεδος
IDX:
3117
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3118
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[ἐμ-, ἐν- 3 + πεδ-, ποδ-, πούς. Firm on the feet. Cf. ἠπεδανός.]</p>'}