Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐμμαπέως
ἐμμάω
ἔμμεναι
ἐμμενής
ἔμμορε
ἔμμορος
ἔμνησας
ἐμνώοντο
ἐμοί
ἐμός
ἐμπάζομαι
ἔμπαιος
ἐμπάσσω
ἔμπεδος
ἔμπεσε
ἐμπεφύασι
ἔμπας
ἐμπίπλημι
ἐμπίπτω
ἔμπλειος
ἐμπλήγδην
View word page
ἐμπάζομαι

ShortDef

to busy oneself about, take heed of, care for

Debugging

Headword:
ἐμπάζομαι
Headword (normalized):
ἐμπάζομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπαζομαι
IDX:
3114
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3115
Key:

Data

{'content': ''}