Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐμητίσαντο
ἐμίγην
ἔμικτο
ἔμιξαν
ἐμίχθη
ἔμμαθε
ἐμμαπέως
ἐμμάω
ἔμμεναι
ἐμμενής
ἔμμορε
ἔμμορος
ἔμνησας
ἐμνώοντο
ἐμοί
ἐμός
ἐμπάζομαι
ἔμπαιος
ἐμπάσσω
ἔμπεδος
ἔμπεσε
View word page
ἔμμορε
3 sing. pf. μείρομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔμμορε
Headword (normalized):
ἔμμορε
Headword (normalized/stripped):
εμμορε
IDX:
3108
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3109
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. μείρομαι.</p>'}