Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐμέμικτο
ἔμεναι
ἐμέο
ἐμέω
ἐμήσατο
ἐμητίσαντο
ἐμίγην
ἔμικτο
ἔμιξαν
ἐμίχθη
ἔμμαθε
ἐμμαπέως
ἐμμάω
ἔμμεναι
ἐμμενής
ἔμμορε
ἔμμορος
ἔμνησας
ἐμνώοντο
ἐμοί
ἐμός
View word page
ἔμμαθε

3 sing. aor. μανθάνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμμαθε
Headword (normalized):
ἔμμαθε
Headword (normalized/stripped):
εμμαθε
IDX:
3103
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3104
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. μανθάνω.</p>'}