Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔμεινα
ἔμειξαν
ἐμέμηκον
ἐμέμικτο
ἔμεναι
ἐμέο
ἐμέω
ἐμήσατο
ἐμητίσαντο
ἐμίγην
ἔμικτο
ἔμιξαν
ἐμίχθη
ἔμμαθε
ἐμμαπέως
ἐμμάω
ἔμμεναι
ἐμμενής
ἔμμορε
ἔμμορος
ἔμνησας
View word page
ἔμικτο

3 sing, aor. pass. μίσγω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμικτο
Headword (normalized):
ἔμικτο
Headword (normalized/stripped):
εμικτο
IDX:
3100
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3101
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing, aor. pass. μίσγω.</p>'}