Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐμβάλλω
ἐμβασιλεύω
ἐμβέβασαν
ἐμβεβαῶτα
ἔμβη
ἐμβρέμω
ἔμβρυον
ἐμέ
ἐμέθεν
ἔμεινα
ἔμειξαν
ἐμέμηκον
ἐμέμικτο
ἔμεναι
ἐμέο
ἐμέω
ἐμήσατο
ἐμητίσαντο
ἐμίγην
ἔμικτο
ἔμιξαν
View word page
ἔμειξαν

3 pl. aor. μίσγω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμειξαν
Headword (normalized):
ἔμειξαν
Headword (normalized/stripped):
εμειξαν
IDX:
3091
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3092
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. μίσγω.</p>'}