Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐμβαίνω
ἐμβάλλω
ἐμβασιλεύω
ἐμβέβασαν
ἐμβεβαῶτα
ἔμβη
ἐμβρέμω
ἔμβρυον
ἐμέ
ἐμέθεν
ἔμεινα
ἔμειξαν
ἐμέμηκον
ἐμέμικτο
ἔμεναι
ἐμέο
ἐμέω
ἐμήσατο
ἐμητίσαντο
ἐμίγην
ἔμικτο
View word page
ἔμεινα

aor. μένω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμεινα
Headword (normalized):
ἔμεινα
Headword (normalized/stripped):
εμεινα
IDX:
3090
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3091
Key:

Data

{'content': '<p>aor. μένω.</p>'}