Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐμαράνθη
ἔμαρψε
ἐμβαδόν
ἐμβαίνω
ἐμβάλλω
ἐμβασιλεύω
ἐμβέβασαν
ἐμβεβαῶτα
ἔμβη
ἐμβρέμω
ἔμβρυον
ἐμέ
ἐμέθεν
ἔμεινα
ἔμειξαν
ἐμέμηκον
ἐμέμικτο
ἔμεναι
ἐμέο
ἐμέω
ἐμήσατο
View word page
ἔμβρυον

τό

[ἐμ-, ἐν- 1 + βρύω.]

ShortDef

a young one, new-born lamb; embryo

Debugging

Headword:
ἔμβρυον
Headword (normalized):
ἔμβρυον
Headword (normalized/stripped):
εμβρυον
IDX:
3087
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3088
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[ἐμ-, ἐν- 1 + βρύω.]</p>'}