Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἕλιξ
ἔλιπον
ἑλίσσω
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηθμός
ἕλκος
ἑλκυστάζω
ἕλκω
ἔλλαβε
ἐλλεδανός
ἐλλισάμην
ἐλλιτάνευσα
ἐλλός
ἕλον
ἕλος
ἐλόωσι
ἐλπίς
ἔλπω
ἐλπωρή
View word page
ἔλλαβε

3 sing. aor. λαμβάνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔλλαβε
Headword (normalized):
ἔλλαβε
Headword (normalized/stripped):
ελλαβε
IDX:
3059
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3060
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. λαμβάνω.</p>'}