Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἕλιξ
ἕλιξ
ἔλιπον
ἑλίσσω
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηθμός
ἕλκος
ἑλκυστάζω
ἕλκω
ἔλλαβε
ἐλλεδανός
ἐλλισάμην
ἐλλιτάνευσα
ἐλλός
ἕλον
ἕλος
ἐλόωσι
ἐλπίς
ἔλπω
View word page
ἕλκω

(ϝέλκω). (ἀν-, ἐξ-, ἐφ-, παρ-, ὑφ-.)

ShortDef

to draw, drag

Debugging

Headword:
ἕλκω
Headword (normalized):
ἕλκω
Headword (normalized/stripped):
ελκω
IDX:
3058
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3059
Key:

Data

{'content': '<p>(ϝέλκω). (ἀν-, ἐξ-, ἐφ-, παρ-, ὑφ-.)</p>'}