Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἑλικῶπις
ἑλίκωψ
ἕλιξ
ἕλιξ
ἔλιπον
ἑλίσσω
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηθμός
ἕλκος
ἑλκυστάζω
ἕλκω
ἔλλαβε
ἐλλεδανός
ἐλλισάμην
ἐλλιτάνευσα
ἐλλός
ἕλον
ἕλος
ἐλόωσι
View word page
ἕλκος

τό.

ShortDef

a wound

Debugging

Headword:
ἕλκος
Headword (normalized):
ἕλκος
Headword (normalized/stripped):
ελκος
IDX:
3056
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3057
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p>'}