Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

Ἑλικώνιος
ἑλικῶπις
ἑλίκωψ
ἕλιξ
ἕλιξ
ἔλιπον
ἑλίσσω
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηθμός
ἕλκος
ἑλκυστάζω
ἕλκω
ἔλλαβε
ἐλλεδανός
ἐλλισάμην
ἐλλιτάνευσα
ἐλλός
ἕλον
ἕλος
View word page
ἑλκηθμός

[ἑλκέω.]

ShortDef

a being carried off, violence suffered

Debugging

Headword:
ἑλκηθμός
Headword (normalized):
ἑλκηθμός
Headword (normalized/stripped):
ελκηθμος
IDX:
3055
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3056
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[ἑλκέω.]</p>'}