Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔληται
ἐλθέμεναι
ἐλιάσθη
Ἑλικώνιος
ἑλικῶπις
ἑλίκωψ
ἕλιξ
ἕλιξ
ἔλιπον
ἑλίσσω
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηθμός
ἕλκος
ἑλκυστάζω
ἕλκω
ἔλλαβε
ἐλλεδανός
ἐλλισάμην
ἐλλιτάνευσα
View word page
ἑλκεσίπεπλος

[ἑλκεσι-, ἕλκω + πέπλος.]

ShortDef

trailing the robe, with long train

Debugging

Headword:
ἑλκεσίπεπλος
Headword (normalized):
ἑλκεσίπεπλος
Headword (normalized/stripped):
ελκεσιπεπλος
IDX:
3052
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3053
Key:

Data

{'content': '<p>[ἑλκεσι-, ἕλκω + πέπλος.]</p>'}