Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἄγαμαι
ἄγαμος
ἀγάννιφος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγαπήνωρ
ἀγαπητός
ἀγάρροος
ἄγασθε
ἀγάσσατο
ἀγάστονος
ἀγαυός
View word page
ἀγανοφροσύνη

-ης, ἡ

[ἀγανόφρων.]

ShortDef

gentleness, kindliness

Debugging

Headword:
ἀγανοφροσύνη
Headword (normalized):
ἀγανοφροσύνη
Headword (normalized/stripped):
αγανοφροσυνη
IDX:
29
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.30
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[ἀγανόφρων.]</p>'}