Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔκταμε
ἔκταμεν
ἐκτέμνω
ἔκταν
ἔκτανε
ἐκτανύω
ἔκτεινε
ἐκτελέω
ἐκτήσατο
ἐκτίθημι
ἔκτισαν
ἔκτοθεν
ἔκτοθι
ἔκτος
ἐκτός
ἔκτοσε
ἔκτοσθε
ἔκτυπε
ἑκυρή
ἑκυρός
ἔυσ̔σ̓ε
View word page
ἔκτισαν

3 pl. aor. κτίζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔκτισαν
Headword (normalized):
ἔκτισαν
Headword (normalized/stripped):
εκτισαν
IDX:
2959
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2960
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. κτίζω.</p>'}