Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐκπεράω
ἐκπέρθω
ἔκπεσε
ἐκπεφυυῖαι
ἐκπίνω
ἐκπίπτω
ἐκπλήσσω
ἐκποτέομαι
ἐκπρεπής
ἐκπροκαλέω
ἐκπρολείπω
ἐκπτύω
ἐκρέμω
ἐκρήγνῦμι
ἔκρῖνε
ἐκσαόω
ἐκσεύω
ἐκσπάω
ἐκστρέφω
ἔκτα
ἐκτάδιος
View word page
ἐκπρολείπω
[ἐκ- 1 + προ- 1.]
Nom. pl. masc. aor. pple. ἐκπρολιπόντες.
ShortDef
to forsake, abandon
Debugging
Headword:
ἐκπρολείπω
Headword (normalized):
ἐκπρολείπω
Headword (normalized/stripped):
εκπρολειπω
IDX:
2937
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2938
Key:
Data
{'content': '<p>[ἐκ- 1 + προ- 1.]</p> <p>Nom. pl. masc. aor. pple. ἐκπρολιπόντες.</p>'}