Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐκορέσθην
ἐκορέσσατο
ἔκοψα
ἔκπαγλος
ἔκπαγλος
ἐκπαιφάσσω
ἐκπάλλω
ἐκπατάσσω
ἐκπέμπω
ἐκπεπαταγμένος
ἐκπέποται
ἐκπεράω
ἐκπέρθω
ἔκπεσε
ἐκπεφυυῖαι
ἐκπίνω
ἐκπίπτω
ἐκπλήσσω
ἐκποτέομαι
ἐκπρεπής
ἐκπροκαλέω
View word page
ἐκπέποται
3 sing. pf. pass. ἐκπίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐκπέποται
Headword (normalized):
ἐκπέποται
Headword (normalized/stripped):
εκπεποται
IDX:
2926
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2927
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. pass. ἐκπίνω.</p>'}