Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
αἰπός
αἰπύς
αἱρέω
αἴροντας
αἶσα
ἀΐσθω
αἴσιμος
αἴσιος
ἀίσσω
ἄϊστος
ἀϊστόω
αἴσυλος
αἰσυμνητήρ
αἰσυμνήτης
αἴσχιστος
αἰσχίων
αἶσχος
αἰσχρός
αἰσχρῶς
αἰσχύνω
αἰτέω
View word page
ἀϊστόω
[ἄϊστος.]
ShortDef
make unseen, make away with, destroy
Debugging
Headword:
ἀϊστόω
Headword (normalized):
ἀϊστόω
Headword (normalized/stripped):
αιστοω
IDX:
290
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.291
Key:
Data
{'content': '<p>[ἄϊστος.]</p>'}