Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐκίχεις
ἐκίχημεν
ἐκκαθαίρω
ἑκκαιδεκάδωρος
ἐκκαλέω
ἐκκατείδω
ἐκκατεφάλλομαι
ἐκκατιδών
ἐκκλέπτω
ἐκκυλίνδω
ἔκλαγξαν
ἐκλανθάνω
ἐκλάσθη
ἐκλέλαθον
ἔκλεο
ἔκλεψε
ἔκλησις
ἐκλίθη
ἔκλυον
ἐκλύσθη
ἐκλύω
View word page
ἔκλαγξαν
3 pl. aor. κλάζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔκλαγξαν
Headword (normalized):
ἔκλαγξαν
Headword (normalized/stripped):
εκλαγξαν
IDX:
2903
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2904
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. κλάζω.</p>'}