Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔκιχε
ἐκίχεις
ἐκίχημεν
ἐκκαθαίρω
ἑκκαιδεκάδωρος
ἐκκαλέω
ἐκκατείδω
ἐκκατεφάλλομαι
ἐκκατιδών
ἐκκλέπτω
ἐκκυλίνδω
ἔκλαγξαν
ἐκλανθάνω
ἐκλάσθη
ἐκλέλαθον
ἔκλεο
ἔκλεψε
ἔκλησις
ἐκλίθη
ἔκλυον
ἐκλύσθη
View word page
ἐκκυλίνδω

[ἐκ- 1.]

3 sing. aor. pass. ἐξεκυ-λίσθη.

ShortDef

to roll out

Debugging

Headword:
ἐκκυλίνδω
Headword (normalized):
ἐκκυλίνδω
Headword (normalized/stripped):
εκκυλινδω
IDX:
2902
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2903
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐκ- 1.]</p> <p>3 sing. aor. pass. ἐξεκυ-λίσθη.</p>'}