Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐκθνῄσκω
ἐκθρῴσκω
ἔκιον
ἔκιχε
ἐκίχεις
ἐκίχημεν
ἐκκαθαίρω
ἑκκαιδεκάδωρος
ἐκκαλέω
ἐκκατείδω
ἐκκατεφάλλομαι
ἐκκατιδών
ἐκκλέπτω
ἐκκυλίνδω
ἔκλαγξαν
ἐκλανθάνω
ἐκλάσθη
ἐκλέλαθον
ἔκλεο
ἔκλεψε
ἔκλησις
View word page
ἐκκατεφάλλομαι

[ἐκ- 1 + κατ-, κατα- 1 + ἐφ-, ἐπι- 5.]

3 sing. aor. ἐκκατεπᾶλτο.

ShortDef

jump down from

Debugging

Headword:
ἐκκατεφάλλομαι
Headword (normalized):
ἐκκατεφάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
εκκατεφαλλομαι
IDX:
2899
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2900
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐκ- 1 + κατ-, κατα- 1 + ἐφ-, ἐπι- 5.]</p> <p>3 sing. aor. ἐκκατεπᾶλτο.</p>'}